- τερατώδης
- -ες /τερατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, -ατος]1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.)2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός, τερατόμορφος, δύσμορφοςνεοελλ.μτφ. αισχρός, ανήθικος, αποτροπιαστικός, αηδιαστικός (α. «τερατώδες ψέμα» β. «τερατώδες έγκλημα»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερατῶδεςη τερατωδία2. φρ. «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, τού Σκορπιού, τού Καρκίνου και τού Αιγόκερου.επίρρ...τερατωδώς / τερατωδῶς ΝΜΑμε τερατώδη τρόποαρχ.αντίθετα προς τους νόμους τής φύσης.
Dictionary of Greek. 2013.